- δουάνα
- και ντοάνα, ητελωνείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) doana].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντοάνα — και ντουάνα και δουάνα, η (Μ ντοάνα και ντουάνα) τελωνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. doana < αραβ. dīwān < περσ. diwān «λογιστικά βιβλία»] … Dictionary of Greek